-
1 διωκω
(fut. διώξω и διώξομαι, aor. ἐδίωξα; pass.: aor. ἐδιώχθην, pf. δεδίωγμαι)1) гнать, погонять(ἅρμα καὴ ἵππους Hom.; Σύριον ἅρμα Aesch.; ναῦς πνεύματι διωκομένη Arst.)
2) приводить в движение, бросать(βέλος χερί Pind.)
φόρμιγγα πλάκτρῳ δ. Pind. — ударять плектром по струнам форминги;διώκω τὸν ἐμὸν ἐς δόμους πόδα Eur. — я спешу в дом;ὑφ΄ ἡδονῆς διώκομαι μολεῖν Soph. — радость заставила меня прибыть3) реже med. гнать, изгонять(οὔτινα, med. τινα δόμοιο Hom.; τινὰ ἐκ γῆς Her.; δόξας ἀκάρπους καὴ κενάς Plut.)
4) устремляться, бросаться(ῥίμφα διώκοντες Hom.; ἐπὴ πτόλιν Aesch.)
ἀναπηδήσαντες ἐδίωκον Xen. — они вскочили и побежали;δ. τὸν ἐκ τῆς μάχης κίνδυνον Plut. — решаться дать бой5) реже med. гнать, преследовать(τινα Hom., Xen.)
ἀκίχητα δ. Hom. — гоняться за неуловимым;δ. и διώκεσθαί τινα πεδίοιο Hom. — гнаться за кем-л. по равнине6) реже med. преследовать по суду, привлекать к ответственности, обвинять(τινά τινος Her., med. Arph.; τινος εἵνεκεν Her. и περί τινος Xen., Dem.)
δ. τὸν φόνον Eur., Arst. — карать за убийство;ὅ διώκων Aesch., Lys. — обвинитель, истец7) реже med. преследовать, стремиться, добиваться(τὰς τιμάς Thuc.; τέν ἡδονήν Plat.; τὸ ὠφέλιμον Arst.)
τοὺς εὐγνώμονας δ. Xen. (med. Plat.) — искать общества благожелательных людей8) неустанно продолжать, излагать, развивать(τέν ὑπ΄ ἀρετῆς παίδευσιν Xen.; τὸν λόγον Plat.)
ὕμνῳ ἀρετὰς δ. Pind. — воспевать доблести9) находиться в пути, путешествоватьὁ ὑπογράφειν ἅμα διώκοντος εἰθισμένος Plut. — привыкший вести запись под диктовку путешествующего, т.е. секретарь, сопровождающий в пути
-
2 διώκω
A- ξω Sapph.1.21
, Pi.O.3.45, X.Cyr.6.3.13 (s. v. l.), An.1.4.8, D.38.16 codd.; but (and Elmsl. restored διώξει for - εις in Eq. 969, Nu. 1296, Th. 1224), Pl.Tht. 168a: [tense] aor. ἐδίωξα: [tense] aor. 2 ἐδιώκαθον (v. διωκάθω): [tense] pf.δεδίωχα Hyp.Lyc.16
:—[voice] Med. (v. infr.):—[voice] Pass., [tense] fut.διωχθήσομαι D.S.19.95
, Polyaen.2.13; but διώξομαι in pass. sense, LXXAm.2.16, D.H.3.20: [tense] aor.ἐδιώχθην Hdt.5.73
, Antipho 2.1.3, 6, ([etym.] ἐπ-, κατ-) Th.3.69, 3.4: [tense] pf.δεδίωγμαι Ev.Matt.5.10
: (cf. (Corinthian vase); v. δίω):—cause to run, set in quick motion, opp. φεύγω:1 pursue, chase, in war or hunting,φεύγοντα διώκειν Il.22.199
, etc.: abs., , cf. Hdt.9.11:—[voice] Med., διώκεσθαί τινα πεδίοιο, δόμοιο, chase one over or across.., Il.21.602, Od.18.8.b c. acc. pers., of a lover, Sapph. l. c.; follow, X.HG1.1.13;τοὺς εὐγνώμονας Id.Mem.2.8.6
;δ. καὶ φιλεῖν τινα Pl.Tht. 168a
, cf. Ev.Luc.17.23.2 pursue an object, seek after,ἀκίχητα διώκειν Il.17.75
;σὸν μόρον δ. S.Aj. 997
;τιμὰς δ. Th.2.63
; ἡδονήν, τὸ ἀγαθὸν καὶ καλόν, Pl.Phdr. 251a, Grg. 480c; ἀλήθειαν ib. 482e;δικαιοσύνην Ep.Rom.9.30
;λαθραίαν Κύπριν Eub. 67.9
: prov.,τὰ πετόμενα δ. Arist.Metaph. 1009b38
;κατὰ σκοπὸν δ. Ep.Phil.3.14
; of plants, δ. τοὺς ξηροὺς τόπους seek them, Thphr. HP1.4.2; δ. τὰ συμβάντα or τὸ συμβαῖνον follow or wait for the event, D.4.39, 10.21:—[voice] Med.,διώκεσθαι τὸ πλέον ἔχειν D.H.1.87
(s. v. l.); μοῖρα διωξαμένη [αὐτούς] IG5(1).1355 ([place name] Messenia).3 pursue an argument,τὴν ἐναντίωσιν Pl.R. 454a
; also, describe,ὕμνῳ ἀρετάς Pi.I.4(3).21
;τὴν Ἡρακλέους παίδευσιν X.Mem.2.1.34
; recite,λόγον PMag.Par.1.958
, cf. 335 ([voice] Pass.).II drive or chase away, διώκω οὔτιν' ἔγωγε I don't force any one away, Od.18.409;ἐκ γῆς Hdt.9.77
; banish, Id.5.92.έ: metaph., διώκεις μ' ᾗ μάλιστ' ἐγὼ σφάλην you push or press me.., E.Supp. 156.III of the wind, drive a ship, Od.5.332; of rowers, impel, speed on her way, ῥίμφα διώκοντες (sc. τὴν νῆα) 12.182;νηῦς ῥίμφα διωκομένη 13.162
; Συριηγενὲς ἅρμα διώκων driving it, Orac. ap. Hdt.7.140, cf. A.Pers.84;ἄτρυτον δ. πόδα Id.Eu. 403
, cf. Th. 371.2 seemingly intr., drive, drive on, Il.23.344, 424; gallop, run, etc., dub. in A.Th.91 (lyr.);ἀναπηδήσαντες ἐδίωκον X.An.7.2.20
; on the march,Plu.
Caes.17: c. acc. spatii, .3 urge, impel,βέλος χερί Pi.I.8(7).35
;φόρμιγγα πλάκτρῳ Id.N.5.24
; esp. of music, δ. μοῦσαν Pratin.Lyr.5;δ. μέλος Simon. 29
:—[voice] Pass.,ὑφ' ἡδονῆς διώκομαι.. σὺν τάχει μολεῖν S.El. 871
.4 of work, urge on, carry forward,σκαφήτρους PFay.112.2
(i A. D.).5 [tense] pf. part. [voice] Pass. δεδιωγμένος hurried, rapid,σφυγμοί Aret.SA2.8
.IV as law-term, prosecute, ὁ διώκων the prosecutor, opp. ὁ φεύγων, the defendant, Hdt.6.82 (pl.), A.Eu. 583, etc.; ὁ διώκων τοῦ ψηφίσματος τὸ λέγειν .., he who impeaches the clause in the decree.., D.18.59;γραφὰς δ. Antipho 2.1.5
;γραφὴν δ. τινά
indict,D.
59.69;δ. εἰσαγγελίαν Hyp.Eux.9
;δ. τινὰ περὶ θανάτου X.HG7.3.6
: c. gen. criminis, accuse of.., prosecute for..,δ. τινὰ τυραννίδος Hdt. 6.104
; ;παρανόμων And.1.22
, cf.διωκάθειν; ψευδομαρτυρίων D.29.13
, etc.;δ. ἀπάτης εἵνεκεν Hdt.6.136
; φόνον τινὸς δ. avenge another's murder, E.Or. 1534 (anap.), cf. Arist.Pol. 1269a2; δίκην δ. pursue one's rights at law, D.54.41;δίκας μὴ οὔσας δ. Lys. 32.2
: c. acc. et inf., accuse one of doing, App.BC4.50:—[voice] Pass.,ὁ διωκόμενος Antipho2.1.5
;θανάτου ὑπό τινος -εσθαι X.Ap.21
; with play on 1.1, Ar.Ach. 698 sq. -
3 φόρμιγξ
1 lyreἀλλὰ Δωρίαν ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν O. 1.17
φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν καὶ βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε θέσιν συμμεῖξαι πρεπόντως O. 3.8
ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.12
ἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν φόρμιγγ' ἐλελίζων O. 9.13
χρυσέα φόρμιγξ P. 1.1
οὐδέ μιν φόρμιγγες ὑπωρόφιαι κοινανίαν μαλθακὰν παίδων ὀάροισι δέκον-ται P. 1.97
χάριν ἑπτακτύπου φόρμιγγος P. 2.71
δαιδαλέαν φόρμιγγα βαστάζων P. 4.296
εὐλογία φόρμιγγι συνάορος N. 4.5
ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος N. 4.44
ἐν δὲ μέσαις φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων ἁγεῖτο παντοίων νόμων N. 5.24
ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν N. 9.8
οἱ μὲν πάλαι φῶτες, οἳ χρυσαμπύκων ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον κλυτᾷ φόρμιγγι συναντόμενοι I. 2.2
κλέονται δ' ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς I. 5.27
τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται Θρ... λιγυσφαράγων κλυτᾶν ἀυτά. Ἑκαβόλε, φορμίγγων fr. 140a. 61 (35).
См. также в других словарях:
επτάγλωσσος — ἑπτάγλωσσος, ον (Α) (για φόρμιγγα) με επτά τόνους («φόρμιγγ’ Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων», Πίνδ.) … Dictionary of Greek